- ἀντίφερνον
- ἀντίφερνοςinstead of a dowermasc/fem acc sgἀντίφερνοςinstead of a dowerneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίφερνος — ἀντίφερνος, ον (AM) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίφερνα τα δώρα που έδινε ο γαμπρός πριν από τον γάμο σε ανταπόδοση της προίκας που θα έπαιρνε αρχ. φρ. «ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν» αντί για προίκα στην Τροία χαλασμό (Αισχύλος). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek